- αμάλωτος
- η , ο1) не получивший замечания, неотруганный;
γιατί τον άφησες αμάλωτο; — почему ты его не отругал?;
2) непоссорившийся;φίλοι αμάλωτοι — хорошие друзья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιατί τον άφησες αμάλωτο; — почему ты его не отругал?;
φίλοι αμάλωτοι — хорошие друзья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμάλωτος — η, ο [μαλώνω] 1. αυτός που δεν τόν μάλωσαν, δεν τόν επέπληξαν 2. αυτός που δεν φιλονίκησε με άλλον … Dictionary of Greek
αμάλωτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον μάλωσαν, που δεν επιπλήχθηκε: Ό,τι κι αν έκανε το παιδί, το άφηναν αμάλωτο. 2. αυτός που δε μάλωσε με άλλον: Είμαστε φίλοι παλιοί κι αμάλωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)